- μάρπτω
- μάρπτω (Α)1. συλλαμβάνω, αρπάζω, πιάνω (α. «μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ' ἄντυγος», Ευρ.β. «αὐτίχ' ἕνα μάρψας ἑτάρων», Ομ. Οδ.)2. πλήττω, χτυπώ («μάρψω δ' αὖ τόξοις», Ευρ.)3. (για ψήφο) καταδικάζω («εἴ σε μάρψει ψῆφος», Αισχύλ.)4. (για ύπνο) καταλαμβάνω («τὸν ὕπνος ἔμαρπτε», Ομ. Ιλ.)5. φρ. «χθόνα μάρπτω ποδοῑιν» — πατώ στη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μάρπτω (< *μάρκτω), με τροπή τού ουρανικού -κ- στο χειλικό -π- αφομοιωτικά προς το χειλικό -μ-, συνδέεται με τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος βρακεῖν «συλλαμβάνω, αρπάζω», βράψαι και βράπτειν «κρύβω, αφανίζω» (για το -β- τού βρακεῖν, πρβλ. βροτός < *μροτός) και ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrk τής IE ρίζας *merk- «πιάνω, αρπάζω». Η υπόθεση για εναλλακτική παρέκταση τής ρίζας με χειλοϋπερωικό φθόγγο (* mer-k- / mer-kw) δεν φαίνεται πειστική].
Dictionary of Greek. 2013.